αντιπροσφέρω

αντιπροσφέρω
(Α ἀντιπροσφέρω)
νεοελλ.
ανταποδίδω προσφορά
αρχ.
φέρνω κι εγώ κάτι κοντά σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντιπροσενεγκεῖν — ἀντιπροσφέρω bring near in turn aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπροσενέγκωμεν — ἀντιπροσφέρω bring near in turn aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπροσοίσομεν — ἀντιπροσφέρω bring near in turn fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπροπίνω — (Α ἀντιπροπίνω) κάνω αντιπρόποση αρχ. αντιπροσφέρω κάτι …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”